-
1 ικανοποιώ
(ε) μετ.1) удовлетворить;ικανοποιώ τη δίψα — утолять жажду;
την περιέργεια (παράκληση) — удовлетворять любопытство (просьбу);ικανοποιώ τίς ανάγκες — удовлетворять потребности;
ικανοποιώ όλων τα γούστα — удовлетворять вкусам всех, каждого;
ικανοποιώ τα αιτήματα ( — или τίς απαιτήσεις) κάποιου — принимать, удовлетворять чьи-л требования;
ικανοποιώ την τρωθείσα φιλοτιμία μου — удовлетворять уязвлённое самолюбие;
2) компенсировать, вознаграждать;ικανοποιούμαι — удовлетворяться, довольствоваться; — оставаться довольным
-
2 требование
требование с 1) η απαίτηση; отвечать \требованиеям ικανοποιώ τις απαιτήσεις 2) (документ ) η αίτηση* * *с1) η απαίτησηотвеча́ть тре́бованиям — ικανοποιώ τις απαιτήσεις
2) ( документ) η αίτηση -
3 отвечать
отвечатьнесов1. ἀπαντῶ, ἀποκρίνομαι / ἀνταπαντώ (возражать):\отвечать урок λέω τό μάθημα· \отвечать у́стио (письменно) ἀπαντώ προφορικά (γραπτά)· \отвечать на вопрос ἀπαντῶ σέ ἐρώτηση· \отвечать на чу́в-ство ἀνταποκρίνομαι στό αίσθημα· \отвечать тем же ἀνταποδίδω τά ίδια (τά ἰσα), πληρώνω μέ τό ίδιο νόμισμα·2. (нести ответственность за что-л.) φέρνω εὐθύνη, δίνω λόγο, εὐθύνομαι:он мне ответит за это αὐτός θά μοῦ τό πληρώσει· \отвечать головой за что-л. εὐθύνομαι μέ τό κεφάλι μου· \отвечать за последствия δίνω λόγον (или εἶμαι ὑπεύθυνος) διά τά ἐπακόλουθα, εὐθύνομαι γιά τίς συνέπειες· \отвечать за κο-ιχ3-л. εὐθύνομαι γιά κάποιον3. (соответствовать) ἀνταποκρίνομαι:\отвечать требованиям ίκανοποιῶ τίς ἀπαιτήσεις, ἀνταποκρίνομαι στίς ἀπαιτήσεις. -
4 требование
требовани||ес1. ἡ ἀπαίτηση [-ις], ἡ ἀξίωση [-ις], ἡ διεκδίκηση [-ις]:по первому \требованиею μόλις τό ζητήσει κανείς' удовлетворить чьй-л, \требованиея ίκανοποιώ τίς ἀπαιτήσεις κάποιου· выдвигать \требованиея διεκδικώ·2. \требованиея мн. (норма, запросы, правила) οἱ ἀπαιτήσεις:человек с высокими \требованиеями ἀνθρωπος μέ ἀξιώσεις· отвечать современным \требованиеям ἀνταποκρίνομαι στίς σημερινές ἀπαιτήσεις·3. (документ) ἡ ἀϊτηση [-ις]:послать \требование на что́-л. στέλνω αίτηση γιά κάτι. -
5 удовлетворить
удовлетворитьсов, удовлетворять несов1. ικανοποιώ:\удовлетворить просьбу Ικανοποιώ παράκληση· \удовлетворить потребности ικανοποιώ τίς ἀνάγκες·2. (снабжать) ἐφοδιάζω·3. (соответствовать, отвечать) ἀνταποκρίνομαι:\удовлетворить всем требованиям ἀνταποκρίνομαι σέ ὅλες τίς ἀπαιτήσεις.
См. также в других словарях:
αποζημιώνω — 1. πληρώνω αποζημίωση 2. ικανοποιώ τις απαιτήσεις κάποιου για βλάβη που του προξένησα 3. ανταμείβω κάποιον για εκδούλευση ή προσφορά του. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο * + ζημιώνω. Η λ. αποζημιώ ( όω) μαρτυρείται από το 1840 στο Ιταλοελληνικό Νομοτεχνικό… … Dictionary of Greek
καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… … Dictionary of Greek